- αλφάδιασμα
- τοη οριζοντίωση που πετυχαίνεται με το αλφάδι: Tο αλφάδιασμά του ήταν πάντα άψογο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλφάδιασμα — το [αλφαδιάζω] ο καθορισμός μιας οριζόντιας θέσης μιας επιφάνειας με το αλφάδι … Dictionary of Greek
αλφαδιάζω — 1. καθορίζω ή ελέγχω με το αλφάδι την οριζοντιότητα μιας επιφάνειας, οριζοντιώνω 2. φέρνω στην ίδια γραμμή, στην ίδια ευθεία, τα μέρη μιας ορισμένης επιφάνειας ή τις κορυφές και τις επιφάνειες διαφόρων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλφάδι. ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
στάθμιση — η 1. ζύγισμα. 2. αλφάδιασμα. 3. αναμέτρηση, υπολογισμός: Είναι δύσκολη η στάθμιση των συνεπειών αυτής της ενέργειας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στάφνισμα — το αλφάδιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)